- ξεπλένομαι
- ξεπλένομαι, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος βλ. πίν. 196
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διακλύζω — (Α) [κλύζω] 1. καθαρίζω, πλένω καλά 2. ( ομαι) α) πλένω το στόμα μου β) ξεπλένομαι καλά γ) πίνω καθάρσιο … Dictionary of Greek
ξεπλένω — και ξεπλύνω 1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα 2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια») 3. καθυβρίζω 4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.) 5. μέσ. ξεπλένομαι και… … Dictionary of Greek
ξεπλένω — και ξεπλύνω ξέπλυνα, ξεπλύθηκα, ξεπλυμένος 1. καθαρίζω με νερό κάτι: Ξέπλυνε το ποτήρι. 2. μτφ., καθαρίζω κάποιον από ηθική άποψη, αποκαθιστώ: Δε θαμε λιώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα. (Βαλαωρίτης). 3. το μέσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)